- απομονωτισμός
- οπολιτική μιας χώρας που θέλει να ζει σε απομόνωση από τις γειτονικές της χώρες: Τον απομονωτισμό υποστήριζαν παλιότερα ορισμένοι πολιτικοί στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.